προληπτική

προληπτική
προληπτικός
anticipative
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία …   Dictionary of Greek

  • αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …   Dictionary of Greek

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… …   Dictionary of Greek

  • αδαχώ — ἀδαχῶ ( έω) (Α) ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το α η δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε ξω, ξα μπορεί να ανάγονται σε… …   Dictionary of Greek

  • αθάλη — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα, στάχτη 3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση. ΠΑΡ. αθαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • αλάκερος — η, ο αντί τού ολάκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολάκερος* με προληπτική αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • αλάφι — και λάφι, το το ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. ελάφι Ο μεν τ. αλάφι με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α, ο δε τ. λάφι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφάκι, αλαφιάζω, αλαφίνα, αλαφόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφοκέρατο, αλαφοκυνηγάρης.… …   Dictionary of Greek

  • ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”